πλακώνω

πλακώνω
πλακῶ, -όω, ΝΜΑ [πλάξ, πλακός]
επιστρώνω μια επιφάνεια με πλάκες, πλακοστρώνω
νεοελλ.
1. πιέζω κάτι με την τοποθέτηση βάρους πάνω του («πλάκωσα τα χαρτιά για να μην τά πάρει ο αέρας»)
2. συνθλίβω με το βάρος μου («αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σέ πλακώσει», παροιμ. φρ.)
3. προλαβαίνω κάποιον που προηγείται, προφταίνω κάποιον, καταφθάνω («δεν προλάβαμε να βγούμε έξω και μάς πλάκωσε η βροχή»)
4. (ως αμτβ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα, επέρχομαι, ενσκήπτω («πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα», δημ. τραγούδι)
5. μτφ. α) προκαλώ αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος («αυτό που μού είπες μού πλάκωσε την καρδιά»)
β) καταπιέζω («ήταν όλα σιωπηλά / γιατί τά 'σκίαζε η φοβέρα, / και τά πλάκωνε η σκλαβιά», Σολωμ.)
6. μτφ. (για άνδρα) έρχομαι σε ερωτική επαφή, συνουσιάζομαι
7. φρ. «θα σέ πλακώσω στο ξύλο» — θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλακώνω — πλακώνω, πλάκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλακώνω — πλάκωσα, πλακώθηκα, πλακωμένος 1. πιέζω, σκεπάζω κάτι με βάρη, πέφτω απάνω: Ο Γύφτος αν δεν παινέψει την καλύβα του θα πέσει και θα τον πλακώσει. 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι. 3. μτφ., ορμώ, έρχομαι ορμητικά, σκεπάζω: Μαύρη μαυρίλα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπλακώνω — (Μ καταπλακώνω) (επιτ. τ. τού πλακώνω) 1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου τό συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες») 2. επιχωματώνω 3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή 4. (μέσ. και παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • πλάκωμα — το, Ν [πλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλακώνω, η επίστρωση τοίχων ή δαπέδου με πλάκες, πλακόστρωση 2. η πίεση που ασκείται σε κάτι με την τοποθέτηση βάρους επάνω του 3. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος («ψυχικό… …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • πλακωσιά — η, Ν συρροή, συνήθως απροσδόκητη, πλήθους ανθρώπων σε έναν τόπο, κοσμοσυρροή, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλακωσ τού αορ. τού πλακώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. αρματωσ ιά, σκαλωσ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • πλακώ — όω, Α βλ. πλακώνω …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπλακώνω — Ν (συν. το μέσ.) ψυχοπλακώνομαι παθαίνω κατάθλιψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλακώνω, ομαι] …   Dictionary of Greek

  • pleaşcă — PLEÁŞCĂ s.f. 1. Câştig neaşteptat (de obicei nemeritat) obţinut fără muncă; chilipir. ♢ loc. adv. De (sau pe) pleaşcă = de pomană, fără bani. 2. (înv.) Pradă (de război), jaf, captură; rechiziţie. – Din bg., scr. pljačka. Trimis de oprocopiuc, 23 …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”